cebeceb5cf80ceb5cf83cebccf8ccf82 cf87cf81cebfcebdcebfceb3cf81ceaccf86ceb7cebcceb1 cf84cebfcf85 ceb2cf81ceb9ceaccf81ceb5cf89

Εδώ και κάμποσο καιρό, από τον Φεβρουάριο, έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα περισσότερα από τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες, ενώ κάποια άλλα περιέχονται σε ένα τετράδιο που είχε ο παππούς μου, με κολλημένα αποκόμματα, που το είχε τιτλοφορήσει «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Το σημερινό χρονογράφημα δεν ξέρω πότε ακριβώς δημοσιεύτηκε, διότι δεν έχει σημειώσει την ημερομηνία ο Αρ. Καλάργαλης, πάντως είχε τον  υπέρτιτλο «Μυτιληναϊκοί περίπατοι». Ποιον αφορά ο ξεπεσμός; Δεν θέλω να το μαρτυρήσω, διαβάστε το -άλλωστε δεν είναι και μεγάλο.

ksepesΞΕΠΕΣΜΟΣ

Κατά την εφετινήν σεζόν των αυτοκτονιών -γιατί και οι αυτοκτονίες απέ­κτησαν ιδικήν των σεζόν—εσημειώθη κατά τας αθηναϊκάς εφημερίδας έν αρκετά παράδοξον γεγονός. Νεαρός τις σπουδαστής αποκτήσας προώρως την πείραν της ζωής και αποφασίσας να αποδημήσει εις Κύριον κατέλιπε χάριν της υστεροφημίας το εξής σημείωμα: «Κύριοι, μη νομίσετε πως σκοτώνομαι από αισθηματικούς λόγους!»

Αχ, καημένε Έρωτα πού κατήντησες!! Το περίμενες ποτέ σου συ ο «ανίκατος μάχαν» πως θα ηττηθείς από δεκαοκταετές μωρό, πως θα ξεκουρελιαστείς κατά τον οικτρότερον τρόπον από έναν που έπρεπε να ’ναι υποχείριός σου; Πού είναι ο ασπασμός των Αγγέλων προς τα άστρα, ο Μιμήκος και η Μαίρη και τα τρίστηλα άρθρα των εφημερίδων περί του «χθεσινού διπλού αισθηματικού δρά­ματος»;

Κατήντησες πιά ντεμοντέ καημένε Έρωτα και απολακτίζεσαι από μειράκια και δεσποινίδια που άλλοτε επρόφεραν το όνομά σου γεμάτα θρησκευτικήν συγκίνησιν, και τα έπιανε ιερόν δέος και τρεμούλα στο πρώτο άγγελμά της φτερούγας σου.

Ποιος φταίει; Μήπως ο Λασκαράτος που σε φοβέρισε πως ·

και κείνες τσι σαΐτες οπού φέρεις
θα σου τις βάνω μάτσο εκεί πού ξέρεις

εξετέλεσε την φοβεράν απειλήν του, ή μήπως και συ ο πιο αθάνατος απ’ τους Αθανάτους υπέκυψες στο Νόμο της φθοράς που υποτάσσει με τη σιδερένια πυγμή του κάθε Θεό που γέρασε και κάθε δοξασία που πέρασε ο καιρός της;

Μα συ Θείε Έρως ήσουν αγήραστος κι άτρωτος και ήξερες να δεσπόζεις κάθε Νόμου κι ήσουνα ο διαρκής ανανεωτής των πάντων και σου υπετάσσετο το παν.

Πώς κατήντησες έτσι φουκαρά;

Κι αν ρωτήσεις σήμερα ένα παιδί γιατί τινάζει τα μυαλά του στον αέρα (αποδεικνύοντας έτσι πως δεν έχει μυαλό) και του πεις:

— Γιατί παιδί μου θες να πεθάνεις; Μήπως εγώ ο θεός σου σού φάνηκα ποτέ ανοικτίρμων; Μήπως σου γέμισα την αθώα σου ψυχούλα με απελπισία της πρώτης απογοητεύσεως; Το παιδί θα σε διακόψει ειρωνικά και θα σου πει:

— Όχι θεέ Δεκαρίτικε, ξεπεσμένε, δεν είμαι ούτε μεσαιωνικός ιππότης ούτε ήρωας του Βίκτωρος Ουγκό να σκοτώνουμαι για βλακείες. Απλούστατα πάω στον άλλο κόσμο γιατί ο δάσκαλός μου μου ’βαλε μηδέν.

Και τη μικρούλα του αντικρινού σπιτιού που στα μάγουλά της που είναι σα ροδάκινο και στο στηθάκι της που υψώνεται ατίθασο θα μπορούσες άλλοτε να στήσεις το στρατηγείο σου και με τις σαΐτες των ματιών της να λαβώσει όλους τους νιους της γειτονιάς αγιάτρευτα, αν τη ρωτήσεις γιατί φαρμακώνεται με ποντικοφάρμακο και σε τι της έφταιξες εσύ ο φυσικός προστάτης της και θεός της, θα γελάσει κι αυτή μ’όλη της τη στενοχώ­ρια και θα σου πει.

— Pas pour vous, vous êtes très demodé, Monsieur.

Και συ ο υψαύχην και υπερήφανος θα πάρεις τα βρεμένα σου και θα πας να κοιμηθείς με τον Δία, τον Ήφαιστο και τους ρέστους Ολυμπίους συναδέλφους σου που τους έφαγε «η μαρμάγκα», κατά το κοινώς λεγόμενον, προ πολλού.

Καλή ψυχή λοιπόν Έρωτα και γαίαν έχοις ελαφράν.

ΒΡΙΑΡΕΩΣ

Μια και ο παππούς μου αναφέρει το γουστόζικο σονέτο του Λασκαράτου, ας το βάλουμε ολόκληρο:

Έρωτα, α θες να τα ‘χομε καλά,
στο σπίτι μου να μη ματαπατήσεις.
Ε που σ’το λέω· κι α θέλεις να μ’ αφήσεις
αναπαμένον, πάει πολύ καλά.

Εγώ, μ’ έκαψε η πρώτη κουμπαριά.
Κι αν εσύ τώρα δεν αποφασίσεις
να πας στο Διάολο και να μη γυρίσεις,
θα ‘ρτομε καμιά μέρα στα χοντρά.

Για δαύτο να με λείπεις κουμπαρόπουλο·
μη σου μαδήσω εκείνες τσι φτερούγες,
και σε κάμω να σκούζεις σα γαλόπουλο,

και να τρέχεις κουτσόφτερο στσι ρούγες.
Κι εκείνες τσι σαΐτες οπού φέρεις
σου τσι βάνω όλες μάτσο εκεί που ξέρεις.

Προσέξτε επίσης ότι αποκαλεί «δεκαοκταετές μωρό» τον νεαρό σπουδαστή, χρησιμοποιώντας τη λέξη «μωρό» με τη μυτιληναϊκή σημασία της λέξης. 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *